- σαπουνοποιείο
- το, Νβλ. σαπωνοποιείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπωνοποιείο — και σαπουνοποιείο, το, Ν εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών, σαπουνάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπουνοποιός / σαπωνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek